Η πανδημία της COVID-19, άλλαξε άπαξ δια παντός τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων. Οι προσαρμογές στις οποίες εξωθήθηκαν για τη διατήρηση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους, παρέχοντας τη δυνατότητα στους εργαζομένους να εργάζονται από οπουδήποτε, είχαν αρχικά στόχο την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, για μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Ωστόσο, η διατήρηση της παραγωγικότητας σε υψηλό επίπεδο, ανεξάρτητα με την τοποθεσία και τη συσκευή από την οποία εργάζεται κάποιος, οδηγεί σε μακροπρόθεσμη υιοθέτηση ευέλικτων εργασιακών μοντέλων, που σταδιακά γίνονται αποδεκτά από ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις.
Πώς όμως αυτές οι πρόσκαιρες βελτιστοποιήσεις υφιστάμενων τεχνολογιών που πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να εφαρμοστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα και με μονιμότερο χαρακτήρα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών που διέπουν τα νέα εργασιακά μοντέλα;
Η ανάγκη που εξελίσσεται σε νέα συνθήκη
Οι απαιτήσεις του σύγχρονου επιχειρείν, προϋποθέτουν μείωση του λειτουργικού κόστους και των αναγκών σε υποδομές, με ταυτόχρονη παροχή ευελιξίας στο εργατικό δυναμικό. Την ίδια στιγμή, το πλήθος των «ψηφιακών νομάδων», αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς, με τις εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι ο αριθμός τους θα ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο, μέχρι το 2035. Έτσι, η διατήρηση και προσέλκυση νέων ταλέντων, συνιστά ότι οι επιχειρήσεις ανά τον κόσμο μπορούν να υποστηρίξουν ευέλικτα, υβριδικά μοντέλα εργασίας, χωρίς όμως να «θυσιάζουν» την εμπειρία των χρηστών και την ασφάλεια.
Σε ένα ιδανικό υβριδικό περιβάλλον εργασίας, ο χρήστης, θα πρέπει να έχει γρήγορη κι ασφαλή πρόσβαση στα δεδομένα του, με εύκολη μετάβαση μεταξύ τοπικών και cloud πόρων, ανεξάρτητα με το πού βρίσκονται οι εφαρμογές του ή από τον αν εργάζεται από το γραφείο ή το σπίτι.
Όμως παρά το αδιαμφισβήτητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προσδίδουν τα υβριδικά μοντέλα εργασίας, υπάρχουν σημαντικοί αρχιτεκτονικοί και τεχνολογικοί περιορισμοί που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις επιχειρήσεις, προκειμένου αυτά να καταστούν επιτυχή και να «ξεκλειδώσουν» το πλήρες φάσμα της δυναμικής του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Οι προκλήσεις της «υβριδικής» επιχείρησης
Ακόμη και μετά την επιτάχυνση που επέφερε η πανδημία, πολλές επιχειρήσεις εξακολουθούν να εξαρτώνται από ένα «συνονθύλευμα» συσκευών και λογισμικών από διάφορους κατασκευαστές, για τη διασφάλιση της προστασίας τους. Αναπόφευκτα, όσο περισσότερες συσκευές ή υπηρεσίες ασφαλείας ενσωματώνονται σε ένα δίκτυο, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται, γεγονός που συνεπάγεται μειωμένη εμπειρία χρήσης.
Παράλληλα, η ταχεία υιοθέτηση εφαρμογών και υπηρεσιών cloud, έχει ως αποτέλεσμα τα εταιρικά δεδομένα να μεταφέρονται σε περιβάλλοντα όπου οι παραδοσιακές τεχνολογίες ασφάλειας δεν προσδίδουν ορατότητα. Σε συνδυασμό με τη μη εφαρμογή Zero Trust, οι κίνδυνοι για την ασφάλεια μιας επιχείρησης, μεγιστοποιούνται.
Οι μηχανικοί δικτύων με τους υπεύθυνους κυβερνοασφάλειας, συνεργάζονται για τη διευκόλυνση της εκάστοτε επιχείρησης, να εργάζεται με τους πλέον παραγωγικούς και ασφαλείς τρόπους. Όμως, η κάθε πλευρά ορίζει τις δικές της προτεραιότητες, με τους μεν να μην θέλουν να «θυσιάσουν» την απόδοση του δικτύου και κατ’ επέκταση την εμπειρία χρήσης, και τους δε, την ορατότητα και την προστασία. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, θα μπορούσαν να συγκεραστούν οι ανάγκες της κάθε πλευράς για την αποτελεσματική υιοθέτηση εναλλακτικών εργασιακών μοντέλων;
Οι δυνατότητες των λύσεων SASE
Το παραπάνω ερώτημα, βρίσκει απάντηση στην υιοθέτηση Secure Access Service Edge (SASE), μιας σύγχρονης αρχιτεκτονικής βασισμένης στο cloud, που παρέχει με απλούστερο και πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο, υπηρεσίες δικτύου και ασφάλειας για την προστασία των χρηστών, των εφαρμογών και των δεδομένων, γεφυρώνοντας τις ανάγκες μεταξύ δικτύωσης και ασφάλειας.
Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει ένα ενοποιημένο σύνολο δυνατοτήτων ασφάλειας, όπως CASB, SWG, CSPM, ZTNA, FWaaS, DLP και RBI που συνιστούν το Security Service Edge (SSE), και το οποίο συνδυάζεται με WAN Edge, δηλαδή την πλευρά της SASE σε ό,τι αφορά το δίκτυο, γνωστή με όρους τεχνολογίας ως SD-WAN.
Αποτέλεσμα της υιοθέτησης μιας ενιαίας λύσης SASE, είναι η επιτάχυνση του δικτύου, διατηρώντας την ποιοτική εμπειρία χρήσης που εξασφαλίζει διαρκή πρόσβαση σε πόρους. Παράλληλα, με τη χρήση αρχών που διέπουν το μοντέλο «μηδενικής εμπιστοσύνης», επεκτείνεται η ορατότητα και ο έλεγχος για τη διαχείριση και αντιμετώπιση απειλών, ενισχύοντας σημαντικά την ασφάλεια.
Η ολοκληρωμένη προσέγγιση SASE της Netskope
Η Netskope, παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, προσφέρει τις παραπάνω λειτουργίες μέσα από την ενοποιημένη SASE πλατφόρμα, Netskope Cloud Security. Η πλατφόρμα, περιλαμβάνει τις υπηρεσίες Netskope Intelligent SSE, οι οποίες διανέμονται μέσω του private cloud Netskope New Edge, που ενσωματώνει λειτουργίες SD-WAN και εγγυάται γρήγορη και αξιόπιστη πρόσβαση σε πόρους ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται οι χρήστες του.
Ο κοινός τόπος ελέγχου και ασφάλειας που προσφέρει η λύση SASE της Netskope, επιτρέπει στους οργανισμούς να επιτύχουν την ενοποίηση του οράματος των ομάδων ασφάλειας και δικτύου, βοηθώντας στη μετάβαση σε υβριδικά μοντέλα εργασίας, ώστε αυτά να είναι βιώσιμα, ασφαλή και οικονομικά αποδοτικά. Ταυτόχρονα, περιορίζει δραστικά τους κινδύνους στον κυβερνοχώρο και την πολυπλοκότητα της υφιστάμενης υποδομής, ενώ μειώνει τα λειτουργικά κόστη.
Πρόκειται για μια αναγνωρισμένη τεχνολογία με σειρά διακρίσεων από τον Gartner, την οποία εμπιστεύονται -μεταξύ άλλων- περισσότερες από το 25% των εταιρειών της λίστας Fortune 100. Μέσω αυτής της τεχνολογίας, η Netskope προσφέρει στους μεγαλύτερους οργανισμούς στον κόσμο απαράμιλλη απόδοση, ορατότητα και δεδομένα σε πραγματικό χρόνο, καθώς επίσης προστασία από απειλές κατά την πρόσβαση σε υπηρεσίες cloud, ιστότοπους και ιδιωτικές εφαρμογές.
Αποκλειστικός διανομέας των λύσεων της Netskope στην Ν.Α. Μεσόγειο, είναι η Channel IT Ltd.